κροκῶν

κροκῶν
κρόκη
thread which is passed between the threads of the warp
fem gen pl
κροκόω
crown with yellow ivy
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κροκόω
crown with yellow ivy
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κροκόω
crown with yellow ivy
pres part act masc nom sg
κροκόω
crown with yellow ivy
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κρόκων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της χώρας που βρισκόταν στους Ρειτούς, μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. Η χώρα αυτή ονομαζόταν επί Παυσανία «Κρόκωνος βασίλεια». Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. ήταν γαμπρός του Κελεού (βασιλιά της Ελευσίνας),… …   Dictionary of Greek

  • κρόκων — κρόκος saffron masc gen pl κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόκωνα — Κρόκων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόκωνος — Κρόκων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

  • Crocon — CROCON, ŏnis, Gr. Κρόκων, ονος, einer, dessen Tochter Arkas gehabt, und mit ihr den Elatus und Aphidas gezeuget haben soll. Apollod. lib. III. c. 9. §. 1. Ob er aber einerley mit dem Krokon, der des Celeus Tochter, Säsara, zur Gemahlinn gehabt,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κροκωνίδες — Αρχαίο ιερατικό γένος της Αθήνας. Γενάρχης του ήταν ο μυθικός βασιλιάς Κρόκων (βλ. λ.), που του έδωσε και το όνομά του. Άλλοι λένε όμως ότι το γένος αυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ασχολείτο με την «κρόκωσιν» στις τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων. Οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”